- ηλιόφοβος
- -η, -οαυτός που πάσχει από ηλιοφοβία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliophobous < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + -phobous (πρβλ. φόβος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιόφοβος — η, ο αυτός που για ψυχολογικούς λόγους φοβάται τον ήλιο και το φως γενικά. Ουσ. ηλιοφοβία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)